- φιλαγρέτις
- φιλ-αγρέτις, ιδος, ἡ, die Jagdfreundin
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φιλαγρέτις — fond of the chase fem nom sg φιλαγρευτής lover of the chase fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαγρέτις — ιδος, ἡ, Α (προσωνυμία τής Αρτέμιδος) αυτή που αγαπά το κυνήγι («τριμάκαιρα φιλαγρέτις Ἄρτεμις», Παυλ. Σιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. ενός αμάρτυρου τ. *φιλαγρέτης < φιλ(ο) * + ἀγρέτης (< θ. αγρε τού ἀγρῶ / έω «πιάνω»), πρβλ. πυρ αγρέτης] … Dictionary of Greek
φιλαγρότις — ιδος, ἡ, Α φιλαγρέτις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀγρότις, θηλ. τού ἀγρότης (ΙΙ) «κυνηγός» (< ἄγρα)] … Dictionary of Greek